δρακοντογενής

δρακοντογενής
δρᾰκοντο-γενής, ές,
A dragon-gendered, of Thebans, Sch.S.Ant.126.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δρακοντογενής — δρακοντογενής, ές (AM) γεννημένος ή καταγόμενος από δράκοντα …   Dictionary of Greek

  • δρακοντογενεῖς — δρακοντογενής dragon gendered masc/fem acc pl δρακοντογενής dragon gendered masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”